-
1 πρόνοια
πρόνοια, ας, ἡ (πρόνοος ‘prudent’; Aeschyl., Ag. 683, Ch. 606; Hdt.+; ins, pap, LXX; TestSol 1:13 D; EpArist, Philo, Joseph., apolog. exc. Mel.) thoughtful planning to meet a need, forethought, foresight, providenceⓐ of God esp. with reference to divine beneficence (Trag.; Hdt, 3, 108, 1; X., Mem. 1, 4, 6; 4, 3, 6; Pla., Tim. 30b; 44c; Polyb. 23, 17, 10; Posidonius in Diog. L. 7, 138; Diod S 1, 1, 3; 3, 57, 5; 4, 47, 1 θεῶν πρόνοια al.; Diog. L. 3, 24; Plut., Mor. 425f; 436d; Achilles Tat. 7, 10, 1; Herm. Wr. 1, 19; 12, 14; 21; in Stob. p. 514, 24; 516, 5 Sc. ἡ ἄνω πρόνοια p. 418, 28 Sc.; SIG 700, 29 [117 B.C.] μετὰ τῆς τῶν θεῶν προνοίας; POslo 148 [II/I B.C.] τῇ τ. θεῶν προνοίᾳ; POxy 1682, 6; SJCh 78, 5; Wsd; 3 and 4 Macc; EpArist 201; SibOr 5, 227; 323. Philo wrote a work titled Περὶ προνοίας [Eus., PE 2, 18, 6; 7, 20, 9; 8, 13, 7]; Jos., Bell. 3, 391; 7, 453, Ant. 2, 60; 349 al.; Ar. 1, 1; Just.; Tat. 2, 1; Ath.; cp. Cicero, De Natura Deorum 2, 73f; New Docs 3, 143f numerous pap reff.) 1 Cl 24:5; AcPlCor 2:19. W. σοφία (Ael. Aristid. 36, 123 K.=48 p. 488 D.) Hv 1, 3, 4 (Leutzsch, Hermas 391 n. 119).ⓑ of humans Ac 24:2. πρόνοιαν ποιεῖσθαί τινος make provision for someth., be concerned for or about someth. (Demosth.; Polyb.; Dionys. Hal. 10, 1; Plut.; SIG 734, 5 τᾶς εὐσεβείας and oft. of pers. distinguished for ἀρετή or excellence [s. index]; POxy 899, 17; PFlor 2, 207; PLond 1912 [letter of Claudius], 103 [41 A.D.] and oft.; Da 6:19; EpArist 80; Jos., C. Ap. 1, 9, Vi. 62) τῆς σαρκὸς πρόνοιαν μὴ ποιεῖσθε εἰς ἐπιθυμίας Ro 13:14 (Philo, Ebr. 87 σαρκῶν ποιεῖσθαι πρόνοιαν). ἑνὸς γὰρ ἐποιήσατο πρ., τοῦ μηδὲν … παραλιπεῖν (Mark) was primarily concerned … to omit nothing or made provision for one thing, to omit … Papias (2:15).—JAmann, D. Zeusrede d. Ail. Arist. ’31, 73ff.—Renehan ’75. Larfeld I 499. New Docs 8, 109–116. 1263–66. DELG s.v. νόος. M-M. TW. Sv. -
2 πρόνοια
A perceiving beforehand, foresight, foreknowledge,τοὖπος τὸ θεοπρόπον τᾶς παλαιφάτου π. S.Tr. 823
(lyr.);προνοίαισι τοῦ πεπρωμένου A.Ag. 684
(lyr.).2 = πρόγνωσις 11.b, Hp. ap.Gal.18 (2).8.II foresight, forethought,ἐπῄνεσ'.. πρόνοιαν ἣν ἔθου S.Aj. 536
;π. δ' ἐστὶν οὐδενὸς σαφής Id.OT 978
; προνοίας οὕνεκα so far as foresight, caution is required, Id.Ph. 774, cf.El. 1015; with forethought, purposely,Hdt.
1.120, 159, etc.; opp. κατὰ τύχην, Id.8.87, cf. Antipho 5.21, Lys.26.19, Pl.Phdr. 241e; ἀπὸ προνοίας τινῶν by their precautions, Th.8.95;τὴν π. τὴν ές ἡμέας ἔχουσαν Hdt. 8.144
; προνοίᾳ τῶν συγγενῶν, φίλων, τῆς πόλεως, by care for.., And.1.56; esp. of crimes committed with design or malice prepense, ἐκ προνοίας τραῦμα, ἐκ π. φόνοι, Aeschin.3.212, Din.1.6, etc.;ἐκ π. ἀποθνῄσκειν Antipho 1.22
, cf. Lys.3.28; τὰ ἐκ π., opp. ἀκούσια, Arist.Pol. 1300b26; so οὐδεμία π. ἐστι τραύματος no intention of wounding, Lys.3.41; πρόνοιαν ἔχειν (or ἴσχειν) τινός to take thought for.., show care for.., E.Alc. 1061, Th.2.89, etc.;περί τινος S.Ant. 283
;ὑπέρ τινος Isoc.16.9
;ἡ τοῦ χόρτου π. PFlor.131.7
(iii A. D.), cf. 148.2 (iii A. D.): c. inf., πολλὴν π. εἶχεν εὐσχήμως (fort. εὐσχήμων) ; πολλὴν π. ἔχειν μέλλοντας.. to be ware of doing a thing, Antipho 5.91;π. ποιεῖσθαί τινος D.21.97
, etc.: pl., X.Oec.7.38.2 providence,τοῦ θείου ἡ π. Hdt.3.108
; ;θεία π. E.Ph. 637
(troch.);πρόνοιαι θεῶν Pl.Ti. 44c
: abs., divine providence,προνοίας ἔργῳ X.Mem.1.4.6
, etc., cf.Zeno Stoic.1.44, Cleanth.ib.121, Chrysipp. ib.2.168, al. ( περὶ προνοίας as title of one of his works, ib.3.203).3 Pythag. name for five, Theol.Ar.31.III Πρόνοια Ἀθηνᾶ Athena as goddess of Forethought, under which name she was worshipped at Delphi, D.25.34, D.S.11.14, Parth.25, Paus.10.8.6, Plu.2.825b, Jul.Or.4.149b, etc.; at Delos acc. to Macr.Sat.1.17.55, cf. Aristid.1.97 J., Or.37(2).26; alsoἸουλία θεὰ Σεβαστὴ Π. IG3.461
: this name of Athena, which is guaranteed by the context in D., Aristid., Jul., Macr. Il. cc., seems to have been a distortion of the name Προναία or Προνᾴα (v.πρόναος 1
), but πρόνοια is f.l. for Προναία (or Προνᾴα ) in Aeschin. (v.πρόναος 1
), and D.S., Parth., Paus., Plu. Il. cc. shd. perh. be corrected.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πρόνοια
-
3 προνοια
ион. προνοίη ἥ1) предвидение(τοῦ πεπρωμένου Aesch.)
2) предусмотрительность, осмотрительностьπρόνοιαν θέσθαι Soph. — проявить благоразумие
3) намерение, умыселἐκ προνοίας Her., Lys., Arst. — (пред)намеренно, с умыслом
4) попечение, забота(πρόνοιαν ἔχειν или ἴσχειν τινός Thuc., Arst., περί τινος Soph. и ὑπέρ τινος Polyb. или πρόνοιαν ποιεῖσθαί τινος Dem., NT.)
ἀπὸ προνοίας τῶν Ἐρετριέων Thuc. — благодаря заботам (= мероприятиям) эретрийцев5) провидение(π. τοῦ θεοῦ Soph.; πρόνοιαι θεῶν Plat.)
-
4 απρονοητως
1) необдуманно, легкомысленно(φέρεσθαι πρὸς κάπρον Xen.)
2) непреднамеренно(προνοίᾳ θεῶν ἢ ἀ. Sext.)
3) неожиданно(τὰ ἀ. θεώμενα Polyb.)
-
5 τύχη
τύχη [pron. full] [ῠ], ἡ, [dialect] Boeot. [full] τιούχα IG7.2809.1 (Hyettus, iii B. C.), [full] τούχα ib.3083 (Lebad., iii B. C.): (Aτεύχω, τυγχάνω A. 1.2
):—the act of a god,τύχᾳ δαίμονος Pi.O.8.67
; ;τύχᾳ θεῶν Pi.P.8.53
; σὺν θεοῦ τύχᾳ, σὺν Χαρίτων τύχᾳ, Id.N.6.24, 4.7;θείῃ τύχῃ Hdt.1.126
, 3.139, 4.8, 5.92.γ; ἐὰν θεία τις συμβῇ τ. Pl.R. 592a
;θείᾳ τινὶ τύχῃ Id.Ep. 327e
;ἐκ θείας τύχης S.Ph. 1326
;δαιμονίως ἔκ τινος τ. Pl.Ti. 25e
;πῶς οὖν μάχωμα θνητὸς ὢν θείᾳ τύχῃ; S.Fr. 196
; ἆρα θείᾳ κἀπόνῳ τάλας τύχῃ [ὄλωλε]; Id.OC 1585;ἐμὲ.. δαιμονία τις τύχη κατέχει Pl.Hp.Ma. 304c
: (lyr.);ἐξεπλήσσου τῇ τ. τῇ τῶν θεῶν Id.IA 351
(troch.);δαίμονος τύχα βαρεῖα Id.Rh. 728
(lyr.);τὰς.. δαιμόνων τ. ὅστις φέρει κάλλιστα Id.Fr.37
.b the act of a human being, πέμψον τιν' ὅστις σημανεῖ—ποίας τύχας; will order—what action? Id.IT 1209 (troch.).2 esp. ἀναγκαία τύχη, as a paraphrase for Ἀνάγκη, Necessity, Fate,τέθνηκ' Ὀρέστης ἐξ ἀναγκαίας τύχης S.El. 48
;τῆς ἀ. τ. οὐκ ἔστιν οὐδὲν μεῖζον ἀνθρώποις κακόν Id.Aj. 485
; πρόστητ' ἀ. τ. ib. 803;εἴ τις ἀ. τ. γίγνοιτο Pl.Lg. 806a
: also pl.,ἀλλ' ἥκομεν γὰρ εἰς ἀναγκαίας τύχας θυγατρὸς αἱματηρὸν ἐκπρᾶξαι φόνον E. IA 511
.II regarded as an agent or cause beyond human control:1 fortune, providence, fate,πάντα τύχη καὶ μοῖρα, Περίκλεες, ἀνδρὶ δίδωσι Archil.16
;ἡμῖν ἐκ πάντων τοῦτ' ἀπένειμε τύχη Simon.100
;πύργοις δ' ἀπειλεῖ δείν', ἃ μὴ κραίνοι τύχη A.Th. 426
;ἐπ' εὐμενεῖ τύχᾳ Pi.O.14.15
;μετὰ τύχης ευ'μενοῦς Pl.Lg. 813a
; ;ὁρμώμενον βροτοῖσιν εὐπόμπῳ τύχῃ Id.Eu.93
: personified,Σώτειρα Τύχα Pi.O.12.2
;Τ. Σωτήρ A. Ag. 664
, cf. S.OT80; ἐμαυτὸν παῖδα τῆς Τ. νέμων τῆς εὖ διδούσης ib. 1080; <Τύχα>.. Προμαθείας θυγάτηρ Alcm.62
, cf. Pi.Fr.41, D.Chr. 63.7;πάντων τύραννος ἡ Τύχη 'στὶ τῶν θεῶν Trag.Adesp.506
, cf. 505;Τύχα, μερόπων ἀρχά τε καὶ τέρμα.. προφερεστάτα θεῶν Lyr.Adesp.139
.2 chance, regarded as an impersonal cause,τύχη φορὰ ἐξ ἀδήλου εἰς ἄδηλον, καὶ ἡ ἐκ τοῦ αὐτομάτου αἰτία δαιμονίας πράξεως Pl.Def. 411b
; coupled with τὸ αὐτόματον, Arist.Ph. 195b31, al.; defined asαἰτία ἄδηλος ἀνθρωπίνῳ λογισμῷ Stoic.2.281
; ;τὰ τῆς τύχης φέρειν δεῖ γνησίως τὸν εὐγενῆ Antiph.281
, cf. Apollod.Com.17, Alex.252, Men. 205;οὐκ ἔχουσιν αἱ τ. φρένας Alex.287
;τῆς ἀναγκαίας μέν, ἀγνώμονος δὲ τ. οὐχ ὡς δίκαιον ἦν, ἀλλ' ὡς ἐβούλετο, κρινάσης τὸν ἀγῶνα D.Ep.2.5
; personified and said to be blind, Men.417b, Kon.14, Plu. 2.98a;τί δ' ἂν φοβοῖτ' ἄνθρωπος, ᾧ τὰ τῆς τ. κρατεῖ, πρόνοια δ' ἐστὶν οὐδενὸς σαφής; S.OT 977
; ἂν μὲν ἡ τ. συνεπιλαμβάνηται.., ἂν δ' ἀντιπίπτῃ τὰ τῆς τ., Plb.2.49.7,8;ἡ Τ. σχεδὸν ἅπαντα τὰ τῆς οἰκουμένης πράγματα πρὸς ἓν ἔκλινε μέρος Id.1.4.1
, cf. 1.63.9, 2.38.5, 36.17.1;τῆς Τ. ὥσπερ ἐπίτηδες ἀναβιβαζούσης ἐπὶ σκηνὴν τὴν τῶν Ῥοδίων ἄγνοιαν Id.29.19.2
, cf. 23.10.16, Dem.Phal.39J.; οὐκ ἂν ἐν τύχῃ γίγνεσθαι σφίσι would not depend on chance, Th.4.73; , cf. 69; τύχῃ by chance, S.Ant. 1182, Ph. 546, Th.1.144, etc.; opp. φύσει, Pl.Prt. 323d; ἀπὸ τύχης, opp. ἀπὸ παρασκευῆς, Lys.21.10; opp. ἀπὸ φύσεως, Arist. Metaph. 1032a29;ἀπὸ τ. ἀπροσδοκήτου Pl.Lg. 920d
; , R. 499b, etc.;διὰ τύχην Isoc.4.132
, 9.45;δίκαιος οὐδεὶς ἀπὸ τύχης οὐδὲ διὰ τὴν τ. Arist.Pol. 1323b29
;κατὰ τύχην Th.3.49
, X.HG3.4.13;τῆς τ. εὖ μετεστεώσης Hdt.1.118
;τὸ τῆς τ. ἀφανές E.Alc. 785
, cf. D.4.45.III regarded as a result:1 good fortune, success,δὸς ἄμμι τ. εὐδαιμονίην τε h.Hom.11.5
;μοῦνον ἀνδρὶ γένοιτο τ. Thgn.130
;τ. μόνον προσείη Ar.Av. 1315
(lyr.);εἴ οἱ τ. ἐπίσποιτο Hdt.7.10
.δ, cf. 1.32; σὲ γὰρ θεοὶ ἐπορῶσι· οὐ γὰρ ἄν.. ἐς τοσοῦτο τύχης ἀπίκευ ib. 124;ἐπειδήπερ ἐν τούτῳ τύχης εἰσί Th.7.33
;σὺν τύχᾳ Pi.N.5.48
, cf. S.Ph. 775; σὺν τ. τινί A Ch.138, cf. Th.472;τύχᾳ Pi.N.10.25
, E.El. 594 (lyr.); οὐ πεποιθότες τύχῃ not believing in our good fortune, A.Ag. 668; γλῶσσαν ἐν τύχᾳ νέμων ib. 685 (lyr.); σοφῶν γὰρ ἀνδρῶν ταῦτα, μὴ 'κβάντας τύχης, καιρὸν λαβόντας, ἡδονὰς ἄλλας λαβεῖν without stepping out of success already attained, E.IT 907;τὰς γὰρ παρούσας οὐχὶ σῴζοντες τ. ὤλοντ' ἐρῶντες μειζόνων ἀβουλίᾳ Id.Fr. 1077
: c. gen. rei,Ζεῦ τέλει', αἰδῶ δίδοι καὶ τύχαν τερπνῶν γλυκεῖαν Pi.O.13.115
.2 ill fortune,τὰς ἐκ θεῶν τύχας δοθείσας.. φέρειν S.Ph. 1317
; κατὰ τύχας in misfortune, opp.κατὰ.. εὐπραγίας, Pl.Lg. 732c;τοιαύτῃσι περιέπιπτον τύχῃσι Hdt. 6.16
; τύχῃ by ill-luck, opp. ἀδικίᾳ, Antipho 6.1; opp. προνοίᾳ, Id.5.6; ἔστιν ἡ τ. τοῦ ἄρξαντος the ill-luck is his who began the fray, Id.4.4.8; of death, ἢν χρήσωνται τύχῃ, i. e. if they are killed, E.Heracl. 714, cf. And.1.120, X.Cyn.5.29;δεχομένοις λέγεις θανεῖν σε, τὴν τ. δ' αἱρούμεθα A.Ag. 1653
;τ. ἑλεῖν Id.Supp. 380
, cf. Pr. 106, 274, 290 (anap.); : personified, εἰ μὴ τὴν Τ. αὐτὴν λέγεις *misfortune herself, ib. 786.3 in a neutral sense, mostly in pl. 'fortunes',ποίαις ὁμιλήσει τύχαις Pi. N.1.61
;πρὸς τὸ παρὸν ἀεὶ βουλεύεσθαι καὶ ταῖς τ. ἐπακολουθεῖν Isoc.6.34
; τὴν ἐλπίδ' οὐ χρὴ τῆς τ. κρίνειν πάρος the event, S.Tr. 724;ἐπὶ τῇσι παρεούσῃσι τύχῃσι Hdt.7.236
;ἐγὼ δὲ τὴν παροῦσαν ἀντλήσω τ. A.Pr. 377
;φέρειν ἀνάγκη τὰς παρεστώσας τ. E.Or. 1024
: c. gen. rei,κοινὰς εἶναι τὰς τ. τοῖς ἅπασι καὶ τῶν κακῶν καὶ τῶν ἀγαθῶν Lys.24
. 22.4 the quality of the fortune or fate may be indicated by an Adj., ἀγαθὴ τ. or ἡ ἀγαθὴ τ., A.Ag. 755 (lyr.), Ar. Pax 360, D.Ep.4.3, etc.;πολλῇ χρῷτ' ἂν ἀγαθῇ τ. Pl.Lg. 640d
; freq. in prayers and good wishes,εὐχώμεσθα Διὶ.. θεσμοῖς τοῖσδε τ. ἀγαθὴν καὶ κῦδος ὀπάσσαι Sol.[31]
; θεὸς τ. ἀγαθάν (sc. δότω) GDI1930, al. (Delph., ii B. C.): in nom.,θεός, τύχα ἀγαθά IG42(1).47.1
, 121.1 (Epid., iv B.C.), 73.1 (ibid., iii B.C.): freq. in dat., ἀγαθῇ τύχῃ by God's help, Lat. quod di bene vortant, ἀγαθᾷ τύχᾳ ib.103.119 (ibid., iv B. C.);ἀλλ' ἴωμεν ἀγαθῇ τ. Pl.Lg. 625c
;ταῦτα ποιεῖτ' ἀγ. τ. D.3.18
;τύχῃ ἀγαθῇ And. 1.120
, Pl.Smp. 177e, Cri. 43d, etc.; in Com. with crasis,ἡγοῦ δὴ σὺ νῷν τύχἀγαθῇ Ar.Av. 675
, cf. 436, Ec. 131, Nicostr.Com.19; as a formula in treaties, decrees, etc., Αάχης εἶπε, τύχῃ ἀγαθῇ τῇ Ἀθηναίων ποιεῖσθαι τὴν ἐκεχειρίαν Decr. ap. Th.4.118, etc.;ἀγ. τ. τῇ Ἀθηναίων IG12.39.40
; alsoἐπ' ἀγαθῇ τ. Ar.V. 869
, cf. Pl.Lg. 757e; μετ' ἀγαθῆς τ. ib. 732d; τύχῃ ἀμείνονι, ἐπ' ἀμείνοσι τύχαις, ib. 856e, 878a; alsoτύχᾳ σὺν ἔσλᾳ Sapph.Supp.9.4
;ἐπὶ τύχῃσι χρηστῇσι Hdt.1.119
: with κακός or equivalent words,τ. παλίγκοτος A.Ag. 571
;ἡ δέ τοι τ. κακὴ μὲν αὕτη γ' ἀλλὰ συγγνώμην ἔχει S.Tr. 328
;ἐν τοιᾷδε κείμενος κακῇ τ. Id.Aj. 323
;τίς τῆσδ' ἔτ' ἐχθίων τύχη; A. Pers. 438
; ;ὅταν τις ἡμῶν δυστυχῆ λάβῃ τ. Id.Tr. 471
, cf. Th.5.102;ἀλιτηριώδης τ. Pl. Lg. 881e
;ποινὴν καὶ κακὴν τ. S.E.M.5.16
.5 with gen. (or possess. Adj.) of the person who enjoys or endures the fortune or fate,τῶν ἐν Θερμοπύλαις θανόντων εὐκλεὴς μὲν ἁ τύχα, καλὸς δ' ὁ πότμος Simon.4.2
;θεῶν δ' ὄπιν ἄφθιτον αἰτέω, Εέναρκες, ὑμετέραις τύχαις Pi.P.8.72
;ὤμοι βαρείας ἆρα τῆς ἐμῆς τ. S.Aj. 980
;κατεδάκρυσε τὴν ἑαυτοῦ τ. X.Cyr.5.4.31
;ἐπὶ τῇ τῶν Ἀρκάδων τ. ἥσθησαν Id.HG7.1.32
;πρὸς τὰς τ. τῶν ἐναντίων ἐπαίρεσθαι Th.6.11
;τῆς ὑμετέρας τ. D.1.1
;τὴν ἰδίαν τ. τὴν ἐμὴν καὶ τὴν ἑνὸς ἡμῶν ἑκάστου Id.18.255
.IV the τ. or ἀγαθὴ τ. of a person or city is sts. thought of as permanently belonging to him or it, as a faculty for good fortune, destiny, almost = δαίμων 1.2, 11.3,τὸν δαίμονα καὶ τὴν τ. τὴν συμπαρακολουθοῦσαν τῷ ἀνθρώπῳ φυλάξασθαι Aeschin.3.157
;ἐπισφαλές ἐστι πιστεύειν ἀνδρὸς ἑνὸς τύχῃ τηλικαῦτα πράγματα Plu.Fab.26
;νὴ τὴν σὴν τ. Arr.Epict.2.20.29
: personified,θύειν Τύχῃ Ἀγαθῇ πατρὸς καὶ μητρὸς Ποσειδωνίου κριόν SIG1044.34
(Halic., iv/iii B. C.); a statue of the Τύχη of the City of Antioch executed by Eutychides, Paus.6.2.7: so of rulers, (Halic., iii B.C.);διὰ τὴν τ. τοῦ θεοῦ καὶ κυρίου βασιλέως BGU1764.8
(i B. C.);νὴ τὴν Καίσαρος τ. Arr. Epict.4.1.14
;ὀμνύω τὴν.. Σεβαστοῦ τ. Sammelb.7440.19
(ii A. D.), cf. BGU1583.23 (ii A. D.); of officials, e.g. theἐπιστράτηγος, ἐάν σου τῇ εὐμενεστάτῃ τύχῃ δόξῃ Sammelb.7361.21
(iii A. D.).2 = Lat. Fortuna; Τ. Σωτήριος, = Fortuna Redux, Mon.Anc.Gr.6.7; Τ. Πρωτογένεια, = F. Primigenia, SIG1133 (Delos, ii B. C.).3 position, station in life,ἐγὼ μὲν δὴ τοιαύτῃ συμβεβίωκα τύχῃ.., σὺ δ' ὁ σεμνὸς.. σκόπει.. ποίᾳ τινὶ κέχρησαι τύχῃ.. τὸ μέλαν τρίβων κτλ. D.18.258
;πάσῃ τ. καὶ ἡλικίᾳ BCH15.184
, 198,204 ([place name] Panamara);οἰκέτης τὴν τ. Ael.NA7.48
; ;οἱ δουλικὴν τ. εἰληχότες POxy.1186.5
(iv A. D.), cf. 1101.7,11,21,24 (iv A. D.), etc.; rank,βουλευτικὴ τ. PLond.3.1015.1
,4 (vi A. D.), cf. Cod.Just. 1.3.52.1, 4.20.15.1, 9.5.2.V Astrol. uses:VI Pythag. name for 7, Theol.Ar.44. -
6 ἁνίκα
ᾱνῐκα c. ind.,1 at that time whenβρέχε θεῶν βασιλεὺς χρυσέαις νιφάδεσσι πόλιν, ἁνίχ' Ἀθαναία κορυφὰν κατ ἄκραν ἀνορούσαισ ἀλάλαξεν O. 7.35
σκύταλον τίναξε χερσίν, ἁνίκ' ἤρειδε Ποσειδάν O. 9.31
τλάμονι ψυχᾷ παρέμειν, ἁνίχ' εὑρίσκοντο θεῶν παλάμαις τιμάν P. 1.48
“ ἁνίκ' ἐπέτοσσε” P. 4.24 ἦρα χαλκοκρότου πάρεδρον Δαμάτερος ἁνίκ' εὐρυχαίταν ἄντειλας Διόνυσον; (sc. θυμὸν τεὸν εὔφρανας) I. 7.4 ἁ]νίκα Δαρδανίδαις Ἑκάβ[ Πα. 8A. 17.λέγοντι Ζῆνα φυλάξαι προνοίᾳ, ἁνίκ' ἀγανόφρων Κοίου θυγάτηρ λύετο τερπνᾶς ὠδῖνος Pae. 12.12
]τε καὶ ἁνίκα ναυλοχοι[ ]ήλασαν ἐννύχιον κρυφα[ Pae. 18.9
ἐν ξυνῷ κεν εἴη συμπόταισίν τε γλυκερὸν κέντρον, ἁνίκ ἀνθρώπων καματώδεες οἴχονται μέριμναι στηθέων ἔξω sc. after dinner at wine fr. 124. 5. -
7 φθείρω
φθείρω, [dialect] Aeol. [full] φθέρρω Hdn.Gr.2.303, al.; Arc. [full] φθήρω IG5(2).6.17 (Tegea, iv B. C.): [dialect] Ion. [tense] impf. φθείρεσκε ([etym.] δια-) Hdt.1.36: [tense] fut.Aφθερῶ X.HG7.2.11
, ([etym.] δια-) A.Ag. 1266, etc.; [dialect] Ion. φθερέω ([etym.] δια-) Hdt. 5.51; [dialect] Ep. φθέρσω ([etym.] δια-) Il.13.625: [tense] aor. 1 (troch.), X.HG7.2.4; poet.ἔφθερσα Lyc.1402
; Arc. [ per.] 3sg. opt. (?)φθέραι IG5(2).6.8
(Tegea, iv B. C.): [tense] pf.ἔφθαρκα Din.1.64
, ([etym.] δι-) E.Med. 226; Arc. part.ἐφθορκώς IG5(2).6.10
(Tegea, iv B. C.): —[voice] Med., [tense] fut. φθεροῦμαι (in pass. sense) S.OT 272, E.Andr. 708, Th.7.48; [dialect] Ion. φθερέομαι ([etym.] δια-) Hdt.8.108 (v.l. δια-φθαρέεται), 9.42 (vv. ll. δια-φθαρέονται, δια-φθορεῦνται); laterφθαροῦμαι Archig.
ap. Orib.8.23.5:— [voice] Pass., [tense] fut.φθᾰρήσομαι Hp.VM13
, Arist.Metaph. 1066b30, Epicur.Ep. 1p.7U., ([etym.] δια-) E.Hec. 802, etc., [dialect] Dor.- ησοῦμαι Ti.Locr.94d
: [tense] aor. ἐφθάρην [ᾰ] S.OT 1502, Th.7.13, Pl.Lg. 708c; poet. [ per.] 3pl.ἔφθαρεν Pi.P. 3.36
: also part.κατα-φθερείς Epich.35.13
: [tense] pf. , [ per.] 3pl.ἐφθάραται Th.3.13
; inf. , ([etym.] δι-) Is.9.37, [dialect] Aeol.ἔφθορθαι Eust.790.8
: [tense] plpf. [ per.] 3pl.ἐφθάρατο App.BC3.15
, ([etym.] δι-) Hdt.8.90. The compd. διαφθείρω is much more freq. than the simple Verb:— destroy things,μῆλα κακοὶ φθείρουσι νομῆες Od. 17.246
; φ. τῶν Συρίων τοὺς κλήρους waste them, Hdt.1.76, cf. X.HG 7.2.11, An.4.7.20;τοὺς θεῶν νόμους S.Aj. 1344
; τὰς ναῦς v. l. in Th. 2.91;τὴν πόλιν καὶ νόμους Pl.Lg. 958c
, cf. X.Mem.1.5.3;εὐδαιμονίαν Din.
l. c.;ἔμβρυα Dsc.2.163
;τὸ συλληφθέν Sor.1.60
(also abs., miscarry, ib.59); τὸν κοινὸν οἶκον Mitteis Chr.284.11 (ii B. C.): —[voice] Pass., to be destroyed, S.Aj.25, etc.;ἐκ τῶν αὐτῶν καὶ διὰ τῶν αὐτῶν καὶ γίνεται πᾶσα ἀρετὴ καὶ φθείρεται Arist.EN 1103b8
;εἰς τὸ μὴ ὂν φ.
pass away, cease to be,Epicur.
Ep.1p.5U.;δυὰς προσθέσει μονάδος εἰς τριάδα φθείρεται μηκέτι μένουσα δυάς Ph.2.509
; of animals, perish, PStrassb.24.15 (ii A. D.).2 of persons, μαψαῦραι... ναύτας φ. destroy them, Hes.Th. 876 (but perh. only [voice] Act. of signf. 11.4); (troch.), Ag. 652:—[voice] Pass., Id.Pers. 272, 283(lyr.);γειτόνων πολλοὶ ἁμᾷ.. ἔφθαρεν Pi.P.3.36
;νόσῳ ἐφθάραται Ἀθηναῖοι Th.3.13
, cf. 7.48;πρόρριζον ἔφθαρται γένος S.El. 765
; ἔφθαρμαι I am undone! Men. Her.13;μὴφθαρῶσιν PMich.Zen.80.4
(iii B. C.).3 corrupt, bribe, τινα D.S.4.73; lure, entice, trap, (s. v. l.); entices to its ruin, entraps,Trag.Adesp.
484 (s. v.l.); pervert, :—[voice] Pass., v. infr. 11.3.b seduce a woman,ὑπὸ τῆς θυγατρὸς ἀδικούμενον καὶ Διονυσίου τοῦ φθείραντος αὐτὴν κιναίδου PEnteux.26.11
(iii B. C.):—[voice] Pass., E.Fr. 485, D.Chr.11.153 (but not [dialect] Att. acc. to Phryn.53, Moer.p.103 P.), Artem.5.17.4 ruin, spoil, ποσὶν φθείροντα πλοῦτον ἀργυρωνήτους θ' ὑφάς, of one who treads on rich carpets, A.Ag. 949; βαφὰς φθείρουσα τοῦ ποικίλματος, of blood, Id.Ch. 1013; of a poison,ὧνπερ ἂν θίγῃ, φθείρει τὰ πάντα S.Tr. 716
;φαρμάκων φθείρειν πεφυκότων τὰ σώματα Gal.15.541
; δούλην (wet-nurse)μὴ φθείρουσαν τὸ γάλα BGU1058.29
(i B. C.), cf. Sor.1.88; τοῦ σώματος (sc. τῶν νοσούντων) φθείροντος τὸ θρέψαι δυνάμενον ib.90, cf. 63, al.5τὰ μιγνύμενα τῶν χρωμάτων οἱ βαφεῖς φθείρεσθαι καὶ φθοράν τὴν μῖξιν ὀνομάζουσιν Plu.2.393c
(whereμιαίνω 1
is compared).II [voice] Pass. (cf. supr. 1.1, 2),1 φθείρεσθε (as a curse) may you perish! ruin take you! Il.21.128, Sannyr. 10; φθείρου as an imprecation, go to the devil! be off! Ar.Ach. 460, Pl. 598, 610(anap.), E.Fr. 610;ἐκποδὼν ἡμῖν φθείρεσθε Herod.6.16
:c. gen., φθείρεσθε τῆσδε off from her! unhand her, let her go, E.Andr. 715 (so in [tense] fut. indic., εἰ μὴ φθερῇ τῆσδ' ὡς τάχιστ' ἀπὸ στέγης if thou dost not depart... ib. 708).b with a Prep., φθείρεσθαι πρὸς τοὺς πλουσίους, of hangers-on and flatterers, D.21.139, cf. Plu.Phoc.21, Eum. 14, Ant.24;εἰς ἡδονὰς ἀπὸ.. πόνων Anon.
ap. Stob.4.31.84;ἀκούω σε λυρῳδοῦ γυναικὸς ἐρᾶν καὶ εἰς ἐκείνης φθειρόμενον πᾶσαν τὴν ἐφήμερον ἄγραν κατατίθεσθαι Alciphr.1.18
.3 to be morally corrupted,ἐφθάρη ἡ γῆ ἐναντίον τοῦ θεοῦ LXXGe.6.11
, cf. Ho.9.9, al.;ἔστι ἐν Ἀλεξανδρείᾳ σκηνῶν ἐν τοῖς Ἀριστοβούλου φθειρόμενος PCair.Zen.37.7
(iii B. C.); φθαρεὶς Εὔτυχος ὑπὸ τῆς Ἀρσινόης ib.620.7 (iii B. C.); but ἐν Σικυωνίαι ἐφθαρμένους is f.l. for ἐν Σικυῶνι διεφθ. (cj. Sintenis) in Plu.Arat.40.4 of seafarers, wander, drift (cf. supr. 1.2,πολύφθορος 11.2
,φθορά 8
),πόσον χρόνον πόντου 'πὶ νώτοις ἅλιον ἐφθείρου πλάνον; E.Hel. 774
; ναυτίλους ἐφθαρμένους sailors driven out of their course, Id.IT 276; ; of shipwrecked persons, νεῶν ( ἐκ νεῶν Elmsl.) ; also of travellers or wanderers by land, οὐχ ἕνα νομίζων φθείρεται πόλεως νόμον (v.l. τόπον) E.El. 234;ὁ Μενέλαος χρόνον πολὺν ἐφθείρετο πανταχόσε τῆς Ἐλλάδος D.Chr.7.95
; οὐδὲν δεῖ φθείρεσθαι περιόντα ( = περιιόντα)τὴν ἀρχὴν ἅπασαν Aristid.Or.26(14).33
; J.;τῶν μετοίκων τῶν ἐξ Ἑρμιόνης οὐκ οἶδ' ὅπως εἰς Πειραιᾶ φθαρέντων Alciphr. 1.13
; μὴ περιΐδῃς ἀγαθοὺς γείτονας εἰς στενὸν τοῦ καιροῦ φθειρομένους ib.24; [Ἀλέξανδρον] ὑπὲρ τὸν Ἰνδὸν κτλ. φθειρόμενον Arr.An.7.4.2
; φθαρῆναι εἰς βάρβαρα ἔθνη ( ἐν βαρβάροις ἔθνεσι or ἔθεσι codd.) Phalar. Ep.49; φθαρέντων ἐς ἀλλήλους falling foul of one another, App. Praef.10 (s. v. l.).5 of women, χέρσους φθαρῆναι pine away in barrenness, S.OT 1502, cf. El. 1181 (unless wander, cf. supr. 11.4). (Cf. Skt. ksárati 'flow', later 'wane, perish', Avest. γζ?φθείρωXαρ- and ζ?φθείρωXγαρ- 'flow'.)
См. также в других словарях:
όπις — όπις, ιδος, ἡ (Α) 1. (με ή χωρίς τη λέξη θεών) α) (με κακή σημ.) η τιμωρία που ακολουθεί την παράβαση τών θείων νόμων, η εκδίκηση τών θεών, η θεία δίκη (α. «οὐδ ὄπιδα τρομέουσι θεῶν», Ομ. Οδ. β. «πρίν γ ἀπὸ τῷ δώωσι κακὴν ὄπιν», Ησίοδ.) β) η… … Dictionary of Greek
επίκουρος — (Σάμος ή Αθήνα 341 π.Χ. – Αθήνα 270 π.Χ.). Φιλόσοφος. Παρακολούθησε τη διδασκαλία του πλατωνικού Παμφίλου, του Ξενοκράτη, του περιπατητικού Πραξιφάνη, ύστερα του Ναυσιφάνη, μαθητή του Δημόκριτου, και του Πύρρωνα, κάθε φορά ανάλογα με τον τόπο… … Dictionary of Greek
θείος — (I) α, ο (AM θεῑος, α , ον, Α επικ. τ. θέειος και θεήιος, αιολ. τ. θήιος, λακων. τ. σείος) 1. αυτός που κατάγεται ή προέρχεται από τον θεό (ή τους θεούς) ή ο σταλμένος από θεό («θεῑον γένος», Ομ. Ιλ.) 2. αυτός που ανήκει ή είναι αφιερωμένος σε… … Dictionary of Greek
νομισματολογία — Η λέξη νόμισμα παράγεται από τη λέξη νόμος και σημαίνει το νόμιμο, δηλαδή το νόμιμο μέτρο των αξιών. Τα πρώτα νομίσματα κόπηκαν κατά τα μέσα του 7ου αι. π.Χ. στη Μικρά Ασία, στο βασίλειο της Λυδίας ή στις ελληνικές πόλεις της Ιωνίας. Ο ακριβής… … Dictionary of Greek
χειραγωγία — η, ΝΜΑ [χειραγωγός] χειραγώγηση, καθοδήγηση μσν. σωφρονισμός («θεῶν πρόνοια... τῷ ξύλῳ διδοῡσα χειραγωγίαν», Πρόδρ.) μσν. αρχ. αρωγή, συνδρομή, βοήθεια (α. «ὁ θεὸς καὶ τὴν ἐκ τοῡ νόμου σοι χειραγωγίαν προσέθηκε», Βασ. β. «ἀνδρός, οὐ παιδός, πρὸς… … Dictionary of Greek
Αϊτή — Νησιωτικό κράτος της Καραϊβικής θάλασσας, στην Κεντρική Αμερική.Βρέχεται στα Β από τον Ατλαντικό ωκεανό, στα Δ και Ν από την Καραϊβική θάλασσα, ενώ στα Α συνορεύει με τη Δομινικανή Δημοκρατία, με την οποία μοιράζονται το έδαφος του νησιού… … Dictionary of Greek
Βραζιλία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Βραζιλίας Έκταση: 8.547.404 τ.χλμ Πληθυσμός: 174.468.575 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Μπραζίλια (2.043.169 κάτ. το 2000)Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τη Γαλλική Γουιάνα (ΒΑ), το Σουρινάμ,… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek